- ἐμβράγχια
- ἐμβράγχια, τά,=A
βράγχια, θύννου Gp.20.46.6
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βράγχια, θύννου Gp.20.46.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐμβραγχίων — ἐμβράγχια neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)